δισκάφισμα, το
Ερμηνεία:
[το σκάλισμα του χωραφιού για δεύτερη φορά ή σκάλος, κατά το οποίο ισπεδώνεται η επιφάνεια του αγρού και συντρίβονται οι βώλοι του χώματος. Το δισκάφισμα γίνεται πριν από την έναρξη της βλάστησης του αμπελιού (Λεξικό Φυτολογικό Π.Γ. Γενναδίου, Αθήνα 1914, εκδόσεις Δαμιανός)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) σκάπτω (σκάφτω, σκαλίζω) < Ησίοδος ο σκάφος (η σκαφή, σκάψιμο, ) < δισκάφισμα δις (δύο φορές) + σκάφισμα (σκάψιμο, σκάλισμα)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ὁ νοῦς του εἰς τὸ δευτέρωμα τῶν ἀμπέλων, τὸ καλούμενον καὶ δισκάφισμα...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|